- σαφεστέρη
- σαφήςclearfem nom/voc comp sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρουρα — η (AM ἄρουρα) 1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή 2. τα χωράφια, οι αγροί 3. η γη, το έδαφος 4. το χώμα 5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο 6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ ya < (αθέμ … Dictionary of Greek
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
επεξήγηση — η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ] 1. διασάφηση 2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος») … Dictionary of Greek
επεξεργασία — η (AM ἐπεξεργασία) [επεξεργάζομαι] προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφή («επεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.) νεοελλ. σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με… … Dictionary of Greek
κατιτί — και κάτιτι και κατιτίς (αόρ. αντων.) (κάτι τι) για σαφέστερη δήλωση τής αντωνυμίας κάτι («έχω κατιτί να σού πω»)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτι τι με συνεκφορά] … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek